- ἀξιοθεάτων
- ἀξιοθεά̱των , ἀξιοθέατοςwell worth seeingmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίσκεψη — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 290 μ., 486 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στις βόρειες πλαγιές του βουνού Παντοκράτορας, 29 χλμ. ΒΔ της πόλης της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θιναλίου του νομού Κερκύρας. * * * η (AM ἐπίσκεψις)… … Dictionary of Greek
Μερσέδες — Πόλη (13.139 κάτ. το 1996) της νοτιοδυτικής Ουρουγουάης, πρωτεύουσα της διοικητικής περιφέρειας Σοριάνο, στις όχθες του ποταμού Νέγκρο. Η πόλη διαθέτει οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο, συνιστά ποτάμιο λιμάνι, ενώ συνδέεται αεροπορικά με το… … Dictionary of Greek
εκδρομή — η σύντομο ατομικό ή συνήθως ομαδικό ταξίδι με επιστροφή, που γίνεται για αναψυχή ή για επίσκεψη αξιοθέατων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)